- πανουργότερος
- πάνουργοςready to do anythingmasc nom comp sgπανοῡργότερος , πανοῦργοςmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανούργος — α, ο / πανοῡργος, ον, ΝΜΑ (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που είναι ικανός να διαπράξει κάθε είδους απάτη ή μοχθηρή πράξη, πονηρός, δόλιος, απατεώνας (α. «βλέπει ο θεός και αστράπτει διά τους πανούργους», Κάλβ. β. «ζημιουμένου ἀκολάστου… … Dictionary of Greek
ԽՈՐԱԳԻՏԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 1 0971 Chronological Sequence: Early classical ա. πανουργότερος callidior, astutior. Առաւել կամ յոյժ խորագէտ. իմաստնագոյն. *Ի չարչարել անզգամին՝ խորագիտագոյն եւս լինի անմեղն: Ի տուժել անխրատի խորագիտագոյն եւս լինի անմեղն. Առակ. ՟Ժ՟Թ. 25:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԽՈՐԱՄԱՆԿԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 1 0972 Chronological Sequence: 6c, 8c, 10c ա. πανουργότερος callidior. Առաւել կամյոյժ խորամանկ. ճարտար ամենայնիւ. սատանորդի, վարպետորդի. *Վարբակէս՝ խորամանկագոյն ʼի կենցաղավարութեան, եւ ʼի մարտն երեսաւոր. Խորամանկագոյնս ʼի պէտս նիզակաց.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)